- έναρθρος
- η , ο [оς, ον]1) коленчатый, сочленённый; суставчатый; членистый; 2) тех шарнирный; 3) членораздельный;
έναρθρος λόγος — членораздельная речь;
4) грам, имеющий артикль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έναρθρος λόγος — членораздельная речь;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔναρθρος — jointed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναρθρος — η, ο (AM ἔναρθρος, ον) 1. (για φωνή, λόγο κ.λπ.) αυτός που παράγεται από καθαρή σύναψη τών φθόγγων 2. γραμμ. ο γραμματικός τύπος που εκφέρεται με άρθρο («έναρθρο απαρέμφατο, μετοχή» κ.λπ.) νεοελλ. αρθρωτός, αυτός που έχει τα μέλη του συναρμοσμένα … Dictionary of Greek
έναρθρος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει άρθρα (βλ. λ.), δηλ. μέλη που συνδέονται με αρθρώσεις, αρθρωτός: Έναρθρη σύνδεση μηχανισμού. 2. που παράγεται με άρθρωση, με ευδιάκριτη σύναψη των φθόγγων. 3. που εκφέρεται με το άρθρο: Έναρθρο κατηγορούμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναρθρότερον — ἔναρθρος jointed adverbial comp ἔναρθρος jointed masc acc comp sg ἔναρθρος jointed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρθρως — ἔναρθρος jointed adverbial ἔναρθρος jointed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναρθρον — ἔναρθρος jointed masc/fem acc sg ἔναρθρος jointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρθρότερος — ἔναρθρος jointed masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρθροις — ἔναρθρος jointed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρθρου — ἔναρθρος jointed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρθρους — ἔναρθρος jointed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρθρων — ἔναρθρος jointed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)